Ομιλία του βουλευτή Εύβοιας του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην Υπουργού Βαγγέλη Αποστόλου, στην Ολομέλεια της Βουλής κατά τη συζήτηση επί των αναθεωρητέων διατάξεων του Συντάγματος, σύμφωνα με τα άρθρα 110 του Συντάγματος και 119 του Κανονισμού της Βουλής με αντικείμενο διάταξης τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας (Ενότητα 1η άρθρο 3).
« Θα σταθώ στις σχέσεις πολιτείας και εκκλησίας, ένα θέμα που απασχολεί κατά καιρούς τη χώρα μας, εδώ και 200 χρόνια, παρότι με το Βασιλικό Διάταγμα του 1833 η εκκλησία ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη.
Και δυστυχώς αντί αυτή η απόσπαση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να λειτουργήσει ως όχημα για την αυτόνομη λειτουργία της, η τότε κρατική Διοίκηση άρχισε σιγά- σιγά να τη βλέπει και να τη χρησιμοποιεί ως δικό της μηχανισμό για την άσκηση της εξουσίας.
Κι αυτό ακολουθήθηκε όλη την επόμενη περίοδο. Στη νεώτερη ιστορία της χώρας μας έχουμε πολλά παραδείγματα χρησιμοποίησης της εκκλησίας ως πολιτικό όργανο, από το ανάθεμα του Βενιζέλου μέχρι τη χούντα με το σύνθημα «Ελλάς ελλήνων Χριστιανών.» Αυτό προτείναμε εμείς να αλλάξει. Δεν το δεχτήκατε συνάδελφοι της Ν.Δ.
Κι επειδή η συνταγματική αναθεώρηση πρέπει να έχει σχέση με την πραγματικότητα όπως αυτή διαμορφώνεται, θα σταθώ σε ένα από τα πιο ακανθώδη θέματα στις σχέσεις εκκλησίας – κράτους, που σέρνεται εδώ και 200 χρόνια, είναι μια περιουσία, γνωστή ως εκκλησιαστική, που αποτελείται από 367.000 στρ. δάση, 753.000 στρ. βοσκότοπου, 190.000 στρ. αγροτικές εκτάσεις και συνολικά 1.300.010 στρέμματα.
Η περιουσία αυτή, με τη τελευταία συμφωνία μεταξύ του ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπούσε ο τότε Πρωθυπουργός και της Αρχιεπισκοπής, επιχειρήθηκε να αξιοποιηθεί με στόχο να συνδράμει στην οικονομική λειτουργία της εκκλησίας, αλλά δυστυχώς απορρίφθηκε από την Ιεραρχία της.
Για τη νομή αυτών των εκτάσεων δεν υπήρξε και δεν υπάρχει καμία διαφωνία, όμως υπάρχει για την κυριότητα.
Για να μην γίνονται λανθασμένες εκτιμήσεις, η συζήτηση για την εμπράγματη θέση αυτής της περιουσίας, ξεκινά από μια παραδοχή:
ότι ο γεωγραφικός χώρος της χώρας μας περιλαμβάνει εκτάσεις που σταδιακά προσαρτήθηκαν στο νεοελληνικό κράτος, όπως ρητά περιγράφεται στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830, στη συνθήκη απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης του 1832 και στις μετέπειτα συνθήκες προσαρτήσεων των απελευθερούμενων ελληνικών εδαφών.
Αυτό δυστυχώς το αγνοούν οι υπάρχουσες τότε μονές, όταν προβάλλουν αξιώσεις επί γαιών. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη προσφορά των μοναχών στον απελευθερωτικό αγώνα της χώρας μας, ούτε τις κακουχίες που υπέστησαν από το οθωμανικό κράτος, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με τη διαφοροποίηση που ζητούν οι μονές στην αντιμετώπιση ζητημάτων κυριότητας σ αυτές τις εκτάσεις.
Οι μονές αντιμετωπίζονταν επί οθωμανικής κυριαρχίας ως ευαγή σχεδόν ιδρύματα, δηλαδή όπως τα τζαμιά. Δεν θεωρήθηκε όμως κατά την απελευθέρωση ότι τα κτήματα που νέμονταν, έπρεπε να αποτελέσουν κατά τις διαπραγματεύσεις και αντικείμενο ειδικής ρύθμισης, όπως απετέλεσαν τα βακουφικά.
Ο Καποδίστριας και ο Όθωνας, όχι μόνο δεν έκαναν καμιά διάκριση στην αντιμετώπιση των υπαρχουσών 430 μονών, αλλά και διέλυσαν όσες είχαν δύναμη κάτω των έξι ατόμων, παίρνοντας ταυτόχρονα και την περιουσία τους.
Οι υπόλοιπες 153 συνέχισαν να λειτουργούν, αλλά το 1834 τα περιουσιακά τους στοιχεία μπήκαν σε ειδικό καθεστώς διοίκησης και διαχείρισης, στο εκκλησιαστικό ταμείο, που συστάθηκε γι' αυτόν τον σκοπό.
Όσον αφορά δε στο μεταβατικό καθεστώς των γαιών, από αυτό του οθωμανικού κράτους σε αυτό του νεοελληνικού, ρυθμίστηκε για όλες τις περιπτώσεις με δύο Βασιλικά Διατάγματα , του 1833 και του 1836.
Σύμφωνα με αυτά, οι μονές της ελεύθερης Ελλάδας, αν προέβαλλαν αξιώσεις, όφειλαν να προσκομίσουν επίσημα τουρκικά έγγραφα (ταπία) που να αποδείκνυαν την εκχώρηση προς αυτές, από το επίσημο τουρκικό κράτος, της αποκλειστικής “οιονεί νομής επικαρπίας”, σε τέτοιες εκτάσεις, πράγμα που δεν έκαναν.
Τι έκαναν την επόμενη περίοδο; Η εκκλησία προχωρούσε σε εκποιήσεις, χωρίς καμία συνεννόηση με την πολιτεία, η οποία από τη δική της πλευρά προχωρούσε κι αυτή σε απαλλοτριώσεις, αλλά για υπαρκτές ανάγκες αποκατάστασης ακτημόνων ή προσφύγων.
Η λειτουργία αυτή δημιούργησε ένα κλίμα διαρκών αμφισβητήσεων και από τις δύο πλευρές, μέχρι το 1952, που το Σύνταγμα εξουσιοδότησε την τότε κυβέρνηση να απαλλοτριώσει γη προς όφελος των άκληρων και κτηνοτρόφων, μέσω μιας μεταβατικής διάταξης, με την οποία η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και το Δημόσιο συνήψαν μία συμφωνία η οποία κυρώθηκε από το Δημόσιο με Διάταγμα, στο οποίο το Δημόσιο, δήλωνε κατ’ ουσία ότι θα παραιτείτο του λοιπού από τα συνταγματικά δικαιώματα του άρθρου 104 του Συντάγματος, αναφορικά με την απαλλοτρίωση ή την αναγκαστική μίσθωση περιουσίας της ελληνικής εκκλησίας, αλλά με βάση την συμφωνία, οι μονές θα έδιναν με πώληση τα τέσσερα πέμπτα των γεωργικών κτημάτων τους και τα δύο τρίτα των βοσκοτόπων τους και θα ελάμβαναν το ένα τρίτο της αξίας τους.
Δεν υλοποιήθηκε στο σύνολό της ούτε αυτή η συνταγματική ρύθμιση.
Έκτοτε ακολούθησαν δύο σημαντικές προτάσεις που έβαλαν στις σχέσεις Εκκλησίας και κράτους την παράμετρο της αξιοποίησης της ακίνητης εκκλησιαστικής περιουσίας.
Η πρώτη ήταν οι ρυθμίσεις του νόμους Τρίτση, και η δεύτερη η πρόσφατη συμφωνία που δεν περπάτησε
Ο νόμος ισχύει μέχρι σήμερα, αυτό είναι το παράξενο, και θα έβρισκε εφαρμογή, αν υλοποιούταν η σύμβαση που υπέγραψαν η Πολιτεία και οι 149 από τις 153 μονές.. Ούτε λοιπόν αυτή η σύμβαση υλοποιήθηκε.
Όμως, κάποια στιγμή, και μάλιστα ενόψει του Εθνικού Κτηματολογίου θα κληθούν όλες οι μονές, οι παλιές 153, αλλά και οι νέες, να προσκομίσουν τίτλους ή επίσημα έγγραφα, τα οποία πρέπει να θεμελιώνουν αξιώσεις επί των πάσης φύσεως ακινήτων τους.
Δυστυχώς πέρασαν ήδη 200 χρόνια χωρίς να το κάνουν. Μήπως τελικά η λύση είναι μόνο μία, αυτή του εξωδικαστικού συμβιβασμού;
Αυτό όμως προϋποθέτει έναν διάλογο ουσιαστικό και έναν διάλογο ο οποίος θα κλείσει με μια απόφαση που θα συνδεθεί με μια ισχυρή θεσμική παρέμβαση».
*************************************************************************
Post Top Ad
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου