του Ξενοφώντα Τσούκαλη, M.D., medlabnews.gr
H 1η Οκτωβρίου, έχει οριστεί ως η Παγκόσμια Ημέρα Κνίδωσης.
Η Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση (ΧΑΚ) είναι η πιο συχνή μορφή της κνίδωσης (όταν η κνίδωση διαρκεί πάνω από 6 εβδομάδες) και η συχνότητά της είναι 0.5–1.0% στον γενικό πληθυσμό.
H κνίδωση πήρε την ονομασία της από την τσουκνίδα (στα αρχαία ελληνικά ονομάζεται κνίδη) επειδή το εξάνθημά της συχνά μοιάζει με αυτό που αναπτύσσεται όταν αγγίξει τσουκνίδα το δέρμα. Στα λατινικά η κνίδη ονομάζεται urtica, γι’ αυτό η νόσος αποκαλείται συχνά και ουρτικάρια (urticaria).
Η χρόνια κνίδωση (ΧΚ) είναι μία σοβαρή νόσος που χαρακτηρίζεται από την επανεμφάνιση επίμονων πομφών ή/και ορισμένες φορές επώδυνου βαθύτερου οιδήματος του δέρματος για 6 εβδομάδες ή περισσότερο.
Είναι 2 φορές πιο συχνή στις γυναίκες και πιο συχνά εμφανίζεται στις ηλικίες μεταξύ 20-40 ετών.
Οι ασθενείς προσβάλλονται από τη νόσο στα πιο παραγωγικά τους χρόνια και η ποιότητα ζωής τους επιβαρύνεται σημαντικά δυσκολεύοντας την καθημερινότητα τους.
Η κακή ποιότητα ύπνου και ο έντονος κνησμός μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα οι ασθενείς με ΧΑΚ να παρουσιάζουν μειωμένη απόδοση στη δουλειά τους, ενώ παράλληλα έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να πάσχουν από κατάθλιψη και άγχος.
Σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, ο επιπολασμός της ΧΚ είναι έως 1% του παγκόσμιου πληθυσμού και έως και τα δύο τρίτα των ασθενών αυτών πάσχουν από ΧΑΚ - μία μορφή της νόσου που μπορεί να εμφανιστεί απρόβλεπτα χωρίς κάποιον ανιχνεύσιμο εκλυτικό παράγοντα.
Οι ασθενείς με ΧΚ παραμένουν συμπτωματικοί κατά μέσο όρο για περίπου 5 έτη, αλλά σε ορισμένους ασθενείς τα συμπτώματα μπορεί να επιμένουν για δεκαετίες. Παρόλο που η ΧΚ έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής των ασθενών, η έρευνα ανέδειξε ότι ορισμένοι ιατροί την παραβλέπουν, θεωρώντας τη μία ήσσονος σημασίας πάθηση.
Tα συμπτώματα της Χρόνιας Αυθόρμητης Κνίδωσης περιλαμβάνουν την εμφάνιση με μορφή εξάρσεων δερματικών εξανθημάτων με συνοδό κνησμό, που συχνά περιγράφονται ως πομφοί. Έως και το 50% των ατόμων με Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση εμφανίζει επίσης αγγειοοίδημα και τείνει να παρουσιάζει συμπτώματα μεγαλύτερης διάρκειας.
Τα συμπτώματα της Χρόνιας Αυθόρμητης Κνίδωσης είναι απρόβλεπτα, καθώς εμφανίζονται αυτόματα χωρίς συγκεκριμένο εξωτερικό εκλυτικό παράγοντα.
Η έρευνα για τα υποκείμενα αίτια της Χρόνιας Αυθόρμητης Κνίδωσης έχει υποδείξει το ρόλο του ανοσοποιητικού συστήματος, με πιθανούς επιβαρυντικούς παράγοντες όπως λοίμωξη και άγχος.
Σήμερα, περίπου οι μισοί ασθενείς με κνίδωση επιτυγχάνουν ικανοποιητικά αποτελέσματα με τις καθιερωμένες θεραπείες, ενώ οι υπόλοιποι αναζητούν ακόμα λύση.
Στόχος των νέων κατευθυντήριων οδηγιών είναι η επίτευξη του πλήρους ελέγχου των συμπτωμάτων των ασθενών.
Aν οι ασθενείς με χρόνια κνίδωση δεν ανταποκρίνονται ούτε στις πιο ψηλές δόσεις αντισταμινικών (όπως συμβαίνει σε αρκετούς ασθενείς) και η δερματοπάθειά τους δεν οφείλεται σε εξωτερικό αίτιο (έχουν δηλαδή χρόνια αυθόρμητη κνίδωση), στην αγωγή τους μπορεί να προστεθούν άλλα φάρμακα, όπως αντιλευκοτριενικά (π.χ. μοντελουκάστη), Η2 αντισταμινικά, ανοσοτροποιητικοί παράγοντες (π.χ. κυκλοσπορίνη) ή ένα μονοκλωνικό αντίσωμα.
H 1η Οκτωβρίου, έχει οριστεί ως η Παγκόσμια Ημέρα Κνίδωσης.
Η Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση (ΧΑΚ) είναι η πιο συχνή μορφή της κνίδωσης (όταν η κνίδωση διαρκεί πάνω από 6 εβδομάδες) και η συχνότητά της είναι 0.5–1.0% στον γενικό πληθυσμό.
H κνίδωση πήρε την ονομασία της από την τσουκνίδα (στα αρχαία ελληνικά ονομάζεται κνίδη) επειδή το εξάνθημά της συχνά μοιάζει με αυτό που αναπτύσσεται όταν αγγίξει τσουκνίδα το δέρμα. Στα λατινικά η κνίδη ονομάζεται urtica, γι’ αυτό η νόσος αποκαλείται συχνά και ουρτικάρια (urticaria).
Η χρόνια κνίδωση (ΧΚ) είναι μία σοβαρή νόσος που χαρακτηρίζεται από την επανεμφάνιση επίμονων πομφών ή/και ορισμένες φορές επώδυνου βαθύτερου οιδήματος του δέρματος για 6 εβδομάδες ή περισσότερο.
Είναι 2 φορές πιο συχνή στις γυναίκες και πιο συχνά εμφανίζεται στις ηλικίες μεταξύ 20-40 ετών.
Οι ασθενείς προσβάλλονται από τη νόσο στα πιο παραγωγικά τους χρόνια και η ποιότητα ζωής τους επιβαρύνεται σημαντικά δυσκολεύοντας την καθημερινότητα τους.
Η κακή ποιότητα ύπνου και ο έντονος κνησμός μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα οι ασθενείς με ΧΑΚ να παρουσιάζουν μειωμένη απόδοση στη δουλειά τους, ενώ παράλληλα έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να πάσχουν από κατάθλιψη και άγχος.
Σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, ο επιπολασμός της ΧΚ είναι έως 1% του παγκόσμιου πληθυσμού και έως και τα δύο τρίτα των ασθενών αυτών πάσχουν από ΧΑΚ - μία μορφή της νόσου που μπορεί να εμφανιστεί απρόβλεπτα χωρίς κάποιον ανιχνεύσιμο εκλυτικό παράγοντα.
Οι ασθενείς με ΧΚ παραμένουν συμπτωματικοί κατά μέσο όρο για περίπου 5 έτη, αλλά σε ορισμένους ασθενείς τα συμπτώματα μπορεί να επιμένουν για δεκαετίες. Παρόλο που η ΧΚ έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής των ασθενών, η έρευνα ανέδειξε ότι ορισμένοι ιατροί την παραβλέπουν, θεωρώντας τη μία ήσσονος σημασίας πάθηση.
Tα συμπτώματα της Χρόνιας Αυθόρμητης Κνίδωσης περιλαμβάνουν την εμφάνιση με μορφή εξάρσεων δερματικών εξανθημάτων με συνοδό κνησμό, που συχνά περιγράφονται ως πομφοί. Έως και το 50% των ατόμων με Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση εμφανίζει επίσης αγγειοοίδημα και τείνει να παρουσιάζει συμπτώματα μεγαλύτερης διάρκειας.
Τα συμπτώματα της Χρόνιας Αυθόρμητης Κνίδωσης είναι απρόβλεπτα, καθώς εμφανίζονται αυτόματα χωρίς συγκεκριμένο εξωτερικό εκλυτικό παράγοντα.
Η έρευνα για τα υποκείμενα αίτια της Χρόνιας Αυθόρμητης Κνίδωσης έχει υποδείξει το ρόλο του ανοσοποιητικού συστήματος, με πιθανούς επιβαρυντικούς παράγοντες όπως λοίμωξη και άγχος.
Σήμερα, περίπου οι μισοί ασθενείς με κνίδωση επιτυγχάνουν ικανοποιητικά αποτελέσματα με τις καθιερωμένες θεραπείες, ενώ οι υπόλοιποι αναζητούν ακόμα λύση.
Στόχος των νέων κατευθυντήριων οδηγιών είναι η επίτευξη του πλήρους ελέγχου των συμπτωμάτων των ασθενών.
Aν οι ασθενείς με χρόνια κνίδωση δεν ανταποκρίνονται ούτε στις πιο ψηλές δόσεις αντισταμινικών (όπως συμβαίνει σε αρκετούς ασθενείς) και η δερματοπάθειά τους δεν οφείλεται σε εξωτερικό αίτιο (έχουν δηλαδή χρόνια αυθόρμητη κνίδωση), στην αγωγή τους μπορεί να προστεθούν άλλα φάρμακα, όπως αντιλευκοτριενικά (π.χ. μοντελουκάστη), Η2 αντισταμινικά, ανοσοτροποιητικοί παράγοντες (π.χ. κυκλοσπορίνη) ή ένα μονοκλωνικό αντίσωμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου