Δείγμα αίματος της εγκύου υποδεικνύει με ακρίβεια τον πατέρα του εμβρύου.
Νωρίτερα και ακίνδυνα θα μπορούσε να λήξει την αγωνία των υποψήφιων πατέρων και των προβληματισμένων μητέρων το νέο τεστ πατρότητας που ανέπτυξε αμερικανική εταιρεία βιοτεχνολογίαςΤην ταυτότητα του πατέρα μπορεί να αποκαλύψει ένα απλό δείγμα αίματος, ήδη από το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, υποστηρίζουν αμερικανοί επιστήμονες.
Τα νέα έρχονται από την εταιρεία βιοτεχνολογίας Ravgen Inc., η οποία είχε ως στόχο την αντικατάσταση επεμβατικών μεθόδων, όπως η αμνιοπαρακέντηση ή η λήψη δείγματος χοριακής λάχνης, οι οποίες ενέχουν έναν (μικρό) κίνδυνο για την εγκυμοσύνη.
«Πολλές φορές το να μην ξέρει η μητέρα ποιος είναι ο πατέρας, μπορεί να οδηγήσει σε στρες επικίνδυνο για την έκβαση της εγκυμοσύνης» αναφέρει ο γενικός διευθυντής της εταιρείας δρ Ράβιντερ Ντάλαν. Χαρακτηριστικά μνημόνευσε περιπτώσεις κυήσεων που προέκυψαν μετά από κρούσματα βιασμού όπου ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για τη μητέρα να γνωρίζει αν ο πατέρας ήταν ο βιαστής ή ο σύντροφος προκειμένου να συνεχίσει ή να διακόψει την κύηση.
«Γνωρίζοντας τον πατέρα, η μητέρα μπορεί να πάρει σημαντικές αποφάσεις για την εγκυμοσύνη και τη ζωή της. Ανακαλύψαμε, λοιπόν, ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει απλά και ανέξοδα» εξηγεί ο ίδιος.
Ταυτοποίηση πατρός με 100% επιτυχία
Οι επιστήμονες της Ravgen χρησιμοποίησαν φορμαλδεΰδη για να σταθεροποιήσουν το εμβρυϊκό γενετικό υλικό στο αίμα της μητέρας, με στόχο να παραγάγουν μεγαλύτερες και μετρήσιμες ποσότητες. Στη μελέτη έλαβαν μέρος 30 έγκυες γυναίκες, μέσης ηλικίας 30 ετών. Και στις 30 περιπτώσεις έγινε σωστή πρόβλεψη του πατέρα με τη νέα μέθοδο.
Η λήψη των 30 δειγμάτων αίματος πραγματοποιήθηκε από τον Οκτώβριο του 2007 μέχρι τον Ιανουάριο του 2010 κατά την 10η εβδομάδα της εγκυμοσύνης. Τα αποτελέσματα του νέου, μη επεμβατικού τεστ επιβεβαιώθηκαν μετά τον τοκετό, με δείγμα DNA που έλαβαν οι ερευνητές από το εσωτερικό της παρειάς των νεογέννητων.
Η διαδικασία του νέου τεστ περιγράφεται λεπτομερώς μέσω επιστολής των ερευνητών της αμερικανικής εταιρείας που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο «New England Journal of Medicine».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου